Ο κάθε άνθρωπος, για να ξεχωρίζει και ταυτοποιείται επακριβώς, μέσα στην κοινωνία όπου ζει, εκτός απ' το κύριο όνομά του, απ' τα ονόματα του πατέρα και της μητέρας του, φέρει απαραιτήτως και το επώνυμό του, που είναι το οικογενειακό του όνομα, το επίθετό του. Όμως οι συνάνθρωποί μας, είτε για να επισημάνουν ακριβέστερα ένα πρόσωπο (ιδίως σε περίπτωση συνωνυμίας), είτε από κακεντρέχεια (κακοβουλία, μοχθηρία, χαιρεκακία), για να κατονομάσουν κάποιον, προσάπτουν σ' αυτόν και ένα παράνομα ή παρανόμι, το πλόμι ή παρατσούκλι, που λέμε, που συνήθως είναι ένα περιπαιχτικό παρωνύμιο.
Έτσι εμφανίζεται το φαινόμενο, ιδίως στην ελληνική επαρχία, (και δεν θα μπορούσε να αποτελέσει εξαίρεση η δικής μας περιφέρεια), να έχουν σχεδόν όλοι άνθρωποι, πέραν του επωνύμου τους, και ένα προσεπώνυμο. Κάποιοι συμβιβάστηκαν με το παρατσούκλι τους και το άφησαν να εξελιχθεί σε επώνυμο ή γιατί δεν τους άρεσε το επώνυμό τους ή γιατί έτσι τους βόλευε καλύτερα. Έτσι το Αλάνης έγινε Πανσεληνάς, το Καχπέναλης έγινε Καλπινέλης, το Καρνάς > Βακερλής, το Μαλάκας > Μαλιάκας κα.α. Ο προπάππος μου (απ' το γένος της μητέρας μου) λεγόταν Γεωργέλλης, με τους Γεωργέληδες της Βρίσας έχουμε καλή συγγένεια, επειδή όμως ήταν μούτσος σ' ένα ξυλοκάικο και δεν αποχωριζόταν μια μικρή κάπα που του είχε υφάνει η μητέρα του (ένα καπί) ακόμα και στο κατάρτι τον έστειλαν ν' ανεβεί μια φορά να ξεμπλέξει ένα πανί απ' τα σχοινιά και δεν αποχωρίστηκε ούτε τότε το καπί του, τον είπαν Καπή και έμεινε και στα χαρτιά Καπής. Έχω ακούσει ότι και η οικογένεια Καρπέτας λεγόταν Μαγγούσης και επειδή κάποιος πρόγονός τους κουβαλούσε μαζί μια καρπέτα (κουρελού, δηλαδή) μετονομάστηκε Καρπέτας.
Άλλους πάλι, δεν τους πέρασε ποτέ η ιδέα να δείξουν ότι δυσαρεστούνται στο άκουσμα του πλομιού τους και έτσι συνυπήρξαν τα πλόμια με τα πραγματικά επώνυμα, απλώς για να προσδιορίζουν επακριβώς το συγκεκριμένο πρόσωπο. Έτσι έχουμε κάποιους «Κατρακάζας» να αποδέχονται τα παρατσούλια Κολυβάς και Κοτσαλάς. Ζυγούκης > Διακόβης, Δουκέλλης > Γιαλαμάς, Αλβανός >Μαλέσκος, Μακρής > Τσιακάς, Καραμπάλης >Τσακέλ(ι), Μαστροδούκας > Δούκας ή Διαμαντέλ(ι), Ψάνης > Αρίνι, Θεοδωρής > Μπρατσόλι, Πατσατζής > Κάιζερ, Τσολάκης > Τσαγάλ(ι) και Λιαδέλ(ι), Πάλλης > Καπηρός κ.α.
Όμως υπήρξαν κάποιοι που δεν συμβιβάστηκαν ποτέ στο άκουσμα του πλομιού τους. Και πώς να συμβιβαστούν οι άνθρωποι όταν το παρατσούκλι ήταν κακόηχο ή τους θύμιζε κάποια πράξη της ζωής τους ή έστω κάποια ιδιομορφία ή και κάποιο χούι τους, που δεν ήθελαν να θυμούνται. Τέτοια παρατσούκλια πιό χαρακτηριστικά είναι: Μασκαράς, Ατζγκανάς, Καυλί, μπατακτσής, τιρσινές, χλιάρ', καψνούθρους, μπουζανέτα, αστβή, λαφιάτ'ς, κθαρόχαχλα, πουρδιάς, αλιπός, σκουρπιουμάνα, κασιλί, κασιδιάρ'ς, ζ(ι)γούρ, τράγους, γρούν(ι), δαμάλ(ι), κούτιλους, μιλ(ι)τζανάς, κακουτσιριά, φιλάντρου, σαλιάρα, κτσέλ(ι), πάπιαρους, καγιόλους, κλουχέρ'ς, σπανουμαρίγια, καζαμίας, μίταρους, καγιάρα, κλιφτού, μουχάνας, ντιλιμαρίγια, σκαρπίνα, πατμένου, πατρσιάδ, πατσέλ(ι), φίστουλας, μπανκινέτου, κούκους, καρό, ντρίβους, μλαράς, ντίλαρους, τσέρατου, ταρλακό, γιαγκούλα, καμλέλ(ι), πατναράς, πιπιγής, ρουδάνα, βράκα, μαντίγιους, τσιμπιρλί, μτζηθράς, βλουγιουκουμένους, καρματζιός, χότζιας, καϊμάν(ι)ς, γαζγάλους, μπικλέ, κανούλα, κασκαβάν(ι)ς, τσαμπουρδάνα, μπούφους, βρόμους, μακρουτσμπδάς, παρλιάρους, τσιμπλιάρκου, καραμπλάκα, σκυλάρ' κουβιός, νταγής, βιλιό, μαντάτσ', κατουρλάς, τσαμπί, ατσίδ', πισκές, μάγγανους, κουσδέκας, φιάκα, χλιάρ, παντιγάρ', πασβανάρ', καφκάρ', κουτλίν(ι) και άλλα πολλά, που δεν κρίνω σκόπιμο να καταγραφούν.
Κάποιους τους έμεινε το παρατσούκλι απ' το επάγγελμά τους, όπως: Δασκαλούδα, Σαπουντζέλ(ι), γρίζα, μπουγιατζής, ντουλκέρ'ς, τσαγκάρ'ς, γανουτής, κιτσιτζής, γραφιάς, ουργανατζής, χασαπάρα, καντλάφτ'ς, ντανάλια, τσουμπάν'ς, αλιτράς. Εναν Κατρακάζα τον έβγαλαν Αρκαδία, γιατί δούλεψε σαν μάγειρας μέσα στο ακτοπλοϊκό πλοίο ΑΡΚΑΔΙΑ. Τον Στατέλλη τον έβγαλαν Πόστα, γιατί κουβαλούσε με τον αραμπά του τον ταχυδρομικό σάκο απ' την Μυτιλήνη. Έναν Γιαννακό τον είπαν καφέντιφλερ, γιατί είχε δώσει στο καφενείο του το όνομα ΚΑΦΕ ΝΤΕ ΦΛΕΡ. Το ίδιο έπαθε και ένας Κεφαλάς, που του έμεινε το πλόμι Κουρδιλιό.
Μερικές οικογένειες πήραν σαν προσεπώνυμό τους το κύριο όνομα του αρχηγού της οικογένειας. Ετσι οι Καμπεζέοι έγιναν Νουκλήδες, απ' το όνομα του παππού Νεοκλής, οι Κακαμπουρέοι έγιναν Λευτεράς, Σάββαρος ή Αντουνέλ(ι). Ο Χατζηπαναγιώτης έγινε Λιάκος, ο Ευαγγελινός Βγατζέλαρους, ο Αρχοντούλης Λαμπέλα και δυο αδέλφια οι τρατάρηδες «Σαντής», έγιναν Κουστάρας και Γιουργαντός.
Πολλοί πήραν παρατσούκλι επειδή κατάγονταν από άλλα χωριά, όπως: Βουρτσιανός, Καγιανιώτ'ς, Λυτραγώτ'ς, Αγρίτ'ς, Μανταμαδιώτ'ς, Λημνιός. Το ίδιο έγινε με μερικούς πρόσφυγες που τους κόλλησαν τον τόπο καταγωγής του, όπως: Καραμπουνιώτ'ς, Αϊβαλιώτ'ς, Αλαγκαδιώτ'ς, Τσανταρλιώτ'ς, Σμυρνιά, Αξαρλίδινα, Πολίτ'σα. Ενώ κάποιοι πήραν πλόμια τουρκικής προέλευσης, όπως: Τζαναβάρ, μπουρμάς, Μπαϊμπής, Μπουχούρ'ς, Χαμίτ'ς, Καραλής, γιαπράτ'ς, ζεϊπεκούδ, ντουμούζ, μπρίτς, λιμπαντές, μπουλγούρ'ς κ.α.
Δεν ξέρω γιατί κάποιοι Μοιρασγεντήδες πήραν εθνικούς προσδιορισμούς, όπως Ελληνας, Ιταλός, Βριγιός. Ενώ μερικοί πήραν πλόμι ανάλογα με τη χώρα όπου είχαν μεταναστεύσει, όπως ο Λαμπούσης > Αμερικάνος, ο Συκάς > Γερμανός, ο Χατζελευθερίου > Μπραζίλ(ι), ο Πιττός > Κανναδέζους κ.α.
Ο Χαρίλαος Καρατζάνος είχε επισημάνει πως τα παρατσούκλια κάποιων Συκάδων αρχίζουν όλα από «κ», όπως Κρικμάνης, Κλαδούρα, Καπαλέρους, Καρακούφας, Καριούδα, και προσθέτω και εγώ: Κονοστάσι, Κατσκαδιάρ’ς, Κουβάν(ι) κλπ.
Στη Σκάλα, νονά που έδωσε σχεδόν όλα τα παρατσούκλια στα προσφυγόπαιδα του συνοικισμού ήταν η Σμυρνιά που «βάφτισε» Τουρκάκι, Γαζέος, Μπέλος, Τζόνος, Μπαστιάνος, Γιουρούκ'ς, Γάτους, Μπίλιους, Κάκνους, Σούλιος, αλλά και αγγουρίδα, μπόμπα, μπομπότα κ.α. Ενώ στην περιοχή Όργαλο - Νυφίδα - Μπουγάζι ήκμασε ένας γέρος που το δικό του πλόμι ήταν Καμπιώτης και ονομάτισε όλους όσοι ακολουθούσαν πίσω απ' τα πρόβατα, όπως τσάκαλους, αλιπός, τσίρλα, φόλ(ι), σαχλάρ, καραμπουρούν(ι), Παλούκα αλκόλ, μινόταυρου, σφυριστή, ξλουγαϊδάρα κ.α.
Στη συνοικία Ράχτα ήταν ένας νεαρός πολύ όμορφος που δεν αγαπούσε πολύ την εργασία, γι' αυτό τον έβγαλαν μουρφουκνό. Στην ίδια περιοχή ήταν ένα βωμολόχος, που συνέχεια αισχρολογίες και βλαστήμιες έβγαιναν απ' το στόμα του, αυτόν τον είπαν «γκέρτς», που θα πει πρόχειρος υπόνομος σπιτιού. Όμως φαίνεται πως στην γειτονιά αυτή υπήρχε κάποιος «νονός», κάποιος δηλαδή που έβγαζε παρατσούκλια, γιατί ακόμα έναν νέο πολύ άσχημο, τον ονόμασε -κατ' ευφημισμόν- «Ξιλουγιάστρα». Εδώ κοντά έμενε και ένας ήσυχος άνθρωπος και καλός νοικοκύρης, που φύτεψε μια χρονιά ένα μεγάλο κτήμα του με κοκκάρι και έβγαλε, όταν ήλθε ο καιρός, αμέτρητα γομάρια κρεμμύδια. «Τί θα τα κάν(ι)ς τόσα κρουμίδια;» του είπαν. «Θα τα αλέσου να βγάλου του λάδ' τουν» τους απάντησε προφανώς θυμωμένος και δεν έχασαν την ευκαιρία να τον βγάλουν «κρουμδόλαδου».
Στη Σκάλα είχαμε ένα χαριέστατο άνθρωπο, αστείο και ικανό να σε κάνει να γελάς με το τίποτα. Ήταν ο Γιάννης Μουτζουρέλης απ' τα Λουτρά Μυτιλήνης. Καραβομαραγκός, γαμπρός του Καζαμία. Αυτός κάθε τόσο έλεγε κάτι που καταντούσε να γίνει σλόγκαν. Μια μέρα λοιπόν περνούσε έξω απ' το καφενείο, όπου καθόταν με την παρέα του ο Μαστρογιάννης, μια ωραία γυναίκα. «Ωχ καϊκέλι μ' τ' αλπουρέλ(ι)σ'» είπε κοιτάζοντάς την και από τότε και μέχρι το τέλος τού έμεινε η Γιάνν(ι)ς του Καϊκέλ(ι). Μια φορά έτυχα στο Ειρηνοδικείο Πολιχνίτου, όπου διεξήγετο μια δίκη και κάποιος ρώτησε έναν Βασιλικιώτη την ώρα που έβγαινε απ' την αίθουσα του ακροατηρίου, ποιοί δικάζονται. «Χουριανοί μ' είνει» είπε, «είνει γι σκουρπιός μι του φίδαρου».
Πριν από αρκετά χρόνια, ο μακαρίτης ξάδελφός μου Χαράλαμπος Χριστοδούλου, είχε πάει στην Παναγία της Αγιάσου, να ανάψει ένα κερί και με την ευκαιρία θέλησε να συναντήσει έναν φίλο και συστρατιώτη, απ' τα χρόνια του εμφύλιου. Κάθισε λοιπόν σ' ένα καφενείο και ρώτησε πού μπορεί να βρει τον τάδε. Ολοι οι θαμώνες κοιτάχτηκαν μεταξύ τους με αμηχανία και δήλωσαν πως δεν ξέρουν κάποιο μ' αυτό το επώνυμο. Είπιε λοιπόν τον καφέ του και κίνησε να φύγει. Δεν πρόλαβε όμως να βγει απ' την πόρτα και κάποιος, που καθόταν τόσην ώρα στο διπλανό του τραπέζι και είχε δηλώσει άγνοια για το αναζητούμενο πρόσωπο, σαν να ξύπνησε απότομα, τινάχτηκε και του φώναξε να γυρίσει πίσω. «Βρε άθριπι εν ίλιγις πς γυρέβγ(ι)ς ντ Κουτσλιά μας; Αδιρφός ιμ είνι απ' άλλουν πατέρα. Εδγιτς λέγαν του πατέρα τ', αλλά σα δε τουν πεις Κουτσλιά ε μπουρείς α τον έβρ'ς».
Φαίνεται όμως ότι και το παρατσούκλι Τούμπος, που σημαίνει έναν «Πατούχα», έναν «ασουλούπωτο» άνθρωπο (αν και κατά τη γνώμη μου προέρχεται από την απλή λέξη τούμπο, που είναι ένα είδος υδροσωλήνα), δεν μπορούσε να το χωνέψει ο Γιώργης. Μόλις άκουγε «τούμπο», σηκωνόταν οι τρίχες του απ' τα νεύρα του. Και αυτό είναι το μυστικό με τα παρατσούκλια, δεν πρέπει να δείξεις ότι ενοχλείσαι στο άκουσμά του, αλλιώς καλύτερα να σηκωθείς να φύγεις απ' το χωριό.
Ετσι λοιπόν, αφού τον φώναζαν τούμπο μέσα στα καφενεία οι μεγάλοι και ενώ τραβούσε κατευθείαν για τον Καρδώνα για να ηρεμήσει, έπεφταν από πίσω τα «αγιόπαιδα» και είτε κρυμμένα πίσω απ' τα «τερσέκια» είτε τρέχοντας από σοκάκι σε σοκάκι, ξεφώνιζαν εν χορώ «τούμπου - τούμπου - τούμπαρι». Τί νά'κανε άλλο ο Γιώργης; Πηγαίνει στον Δήμαρχο -τον αείμνηστο Ελευθέριο Κωστομοίρη- και ζητά μια συστατική επιστολή για να φύγει μ' ένα καϊκι που κουβαλούσε λάδια, να πάει στην Θεσσαλονίκη, όπου δεν τον ήξερε κανείς πως ήταν Τούμπος. Ηθελε να βρει καμιά δουλίτσα, μικροδουλειά γιατί δεν ήταν για μεγάλα πράγματα, να ηρεμήσει, να ζήσει με το πραγματικό του όνομα. Χαρά χαρούμενος λοιπόν, αφού είπε χίλιες ευχές και άλλα τόσα ευχαριστώ στον Δήμαρχο, με το γράμμα στην τσέπη του πηγαίνει να συναντήσει τον ελαιομεσίτη Βασίλη Κατρακάζα, που ήταν απόστρατος Αξιωματικός και είχε μαγαζί στα Λαδάδικα της Θεσσαλονίκης. Σ' αυτόν τον έστειλε ο κ. Δήμαρχος, που αν και δήμαρχος ήταν μεγάλο πειραχτήρι. Αφού άνοιξε τον φάκελο και διάβασε το γράμμα ο Κατρακάζας, χωρίς να φανταστεί τί του είχε στήσει ο αποστολέας, και με όλη την καλή διάθεση που διέθετε πάντα στο να βοηθά οποιονδήποτε Πολιχνιάτη περνούσε απ' το μαγαζί του και ζητούσε εξυπηρέτηση, λέγει στον κομιστή της επιστολής: «Είμαι στη διάθεσή σου και αφού το ζήτησε και ο κ. Δήμαρχος, σε τί μπορώ να σας φανώ χρήσιμος, κύριε Τούμπο;» Ε, δεν πρόλαβε να συνεχίσει και ειδε τον Γιώργη να πετάγεται σαν ελατήριο επάνω και έξαλλος να φωνάζει: «Α μι λιως τσι γύριβγί του ρε. Για δε ρε τσ' έδιου μι μάθαν γι ρουφιάν(ι). Τούμπου στου χουριό, Τούμπου στ' Σαλουνίκ(ι), που στ' ανάθημα να πάγου πια για να μη μι ξέρειν;». Εξυπακούεται ότι ο κ. Δήμαρχος, σαν καθαρόαιμος Πολιχνιάτης, είχε γράψει: «Αγαπητέ Βασίλη, σου στέλνω τον κ. Τούμπο και σε παρακαλώ κλπ κλπ».